Πήγαινα στην έκθεση της Divercity στο κτίριο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς («φυσικός» υποδοχέας όλων, σχεδόν, των αρχιτεκτονικών εκθέσεων στην Αθήνα) με δύο μεγάλα ερωτήματα να στριφογυρίζουν στο κεφάλι μου: τι σημαίνει στην ψηφιακή εποχή μία αρχιτεκτονική έκθεση και πόσο νόημα έχει μια μονογραφική παραγωγή για ένα γραφείο που συμπληρώνει φέτος δέκα χρόνια ζωής.
Οχι πολλή ώρα αργότερα, είχα βρει ενδιαφέρουσες απαντήσεις και στα δύο. Με είχε βοηθήσει πολύ η έκθεση (έως τις 27.7), μία από τις πιο απροσδόκητες και συναρπαστικές που έχω δει σε αυτό το κτίριο.
Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο: οι αρχιτεκτονικές κινδυνεύουν διαρκώς να γίνουν προβλέψιμες καθώς πέφτουν συχνά στην παγίδα της θεματικής ή της χρονολογικής αφήγησης. Παγίδα; Ναι, δεν είναι εύκολο να ξεφύγεις από τα αδιαμφισβήτητα πλαίσια που θέτει ο χρόνος, καθώς στις μονογραφικές εκθέσεις αρχιτεκτόνων και γραφείων ξετυλίγεται, συνήθως, η επαγγελματική πορεία μέσα στον χρόνο. Εδώ, το γραφείο που ξεκίνησε το 2004 από τον Νικόλα Τραβασάρο και τη Δήμητρα Καραμπελιά (η τελευταία αποχώρησε και έχουν προστεθεί στο δημιουργικό δυναμικό ο Δημήτρης Τραβασάρος και η Χριστίνα Αχτύπη) δεν είχε να αναμετρηθεί με τον χρόνο.
Φαινομενικό μειονέκτημα που όμως στα χέρια των τριών νέων δημιουργών έγινε βασικό εργαλείο μεταμόρφωσης μιας «ακόμα αρχιτεκτονικής έκθεσης». Οταν ακούω λοιπόν τον Νικόλα Τραβασάρο να μου λέει ότι η δική τους έκθεση δεν είναι τόσο για το «από πού ερχόμαστε» αλλά για το «προς τα πού πάμε» καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοεί.
Το θέμα μιας έκθεσης στην ψηφιακή εποχή απασχόλησε τους Divercity πολύ ζωηρά. «Καθώς όλα υπάρχουν στο Ιντερνετ, εμείς προτείνουμε μια εναλλακτική: να αναδείξουμε τη διαδικασία πίσω από το έργο, να δείξουμε πώς φτάσαμε στις τελικές μας επιλογές».
Στον χώρο έχουν στηθεί αντικριστά δύο σειρές από ανοιγόμενα πετάσματα. Οι περισσότεροι, μου αποκαλύπτει ο Νικόλας Τραβασάρος, τα διαβάζουν σαν πόρτες, μερικοί τα είπαν βαλίτσες, κάποιοι λίγοι τα είδαν ακόμα σαν διαβατήρια. Πάνω σ’ αυτά στήνεται η αφήγηση των έργων. Στη μία πλευρά παρουσιάζεται το έργο ολοκληρωμένο, ως «τελικό προϊόν». Βλέπουμε, ας πούμε, την «κορυφή του παγόβουνου», που κρύβει από κάτω έναν μεγάλο όγκο ερευνητικού υλικού, προπλασμάτων και σχεδίων αλλά και μια σειρά πετυχημένων ή αποτυχημένων δοκιμών και πειραμάτων. Αυτά παρουσιάζονται στην άλλη πλευρά του πετάσματος. Ετσι, αντιπαραβάλλεται η αίσθηση του ολοκληρωμένου και αρμονικού κτιρίου με την πολυπλοκότητα και τη δημιουργική αναρχία που χαρακτηρίζει τη μυστηριώδη και συχνά απροσπέλαστη διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.
Από το 2008 οι Divercity έκαναν το μεγάλο βήμα, απέκτησαν δεύτερη έδρα, στο Λονδίνο, σε μία από τις πιο ανταγωνιστικές πόλεις στον κόσμο για έναν αρχιτέκτονα. Ξαφνικά η οπτική τους μετακινήθηκε. «Οταν είσαι στο σπίτι σου, όλες οι ιδέες, οι μνήμες, οι αναφορές σου συσσωρεύονται σε ένα αθέατο πατάρι. Οταν όμως φεύγεις και είσαι συχνά με μια βαλίτσα στο χέρι και ο χώρος της βαλίτσας είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένος, καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να πάρεις μαζί σου όλες τις ιδέες, όλες τις αναφορές, όλες τις μνήμες. Κάνεις μια επιλογή, αφήνεις πράγματα πίσω σου και προχωράς με όσα εσύ θεωρείς σημαντικά».
Η χωρική αφήγηση
Ο Νικόλας Τραβασάρος γίνεται πιο συγκεκριμένος: «Kάθε έργο είναι ένα ταξίδι, στο οποίο οι αποσκευές μας είναι μνήμες και τοπία από τον τόπο μας. Σε κάθε νέο προορισμό, βιωματικά θραύσματα από τα τοπία αυτά αντιπαραβάλλονται και εμπλουτίζονται με στοιχεία του φυσικού και πολιτιστικού τοπίου, τα οποία ανακαλύπτουμε και ξεχωρίζουμε ως σημαντικά. Οι συσχετισμοί μεταξύ τοπίων και ιδεών είναι αυτοί που συντάσσουν τη μοναδική χωρική αφήγηση, η οποία ενώ είναι άρρηκτα δεμένη με τον συγκεκριμένο τόπο, την ίδια στιγμή απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό».
Σήμερα τα δύο γραφεία της Divercity δουλεύουν με πελάτες απ’ όλο τον κόσμο. Βόρεια Αμερική, Λατινική Αμερική, Αφρική, Ευρώπη. Στην Ελλάδα το έργο που τους έφερε κοντά σε ένα ευρύτερο κοινό είναι η μετασκευή του Κτιρίου Δοξιάδη στους πρόποδες του Λυκαβηττού σε οικιστικό συγκρότημα. Αλλά όπως θα ανακαλύψετε στην έκθεση του Μπενάκη έχουν βάλει την υπογραφή τους κάτω από άλλα σημαντικά πρότζεκτ όπως τα βραβευμένα διεθνώς ξενοδοχεία Grace Santorini (σε συνεργασία με το γραφείο Mplusm) και Kinsterna Hotel & Spa. Και το ταξίδι συνεχίζεται.
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ
Πηγή: Η Καθημερινή