Λάτρευε τις μηχανές για την τελειότητά τους. Τις διέλυε και τις συναρμολογούσε με τη φαντασία του ψάχνοντας τον τρόπο κατασκευής τους. Από μικρό παιδάκι, δουλεύοντας στο ξυλουργείο του πατέρα του, ο Γιώργος Μανέτας που αποχαιρετίσαμε στις 8 Ιουνίου έμαθε να σέβεται την ακρίβεια της λεπτομέρειας. Σε παλιά μεταξύ μας συζήτηση έλεγε: «Τα έπιπλα, αν δεν κοπούν σωστά, δεδομένου και του πάχους του πριονιού, αν οι συναρμογές δεν είναι άψογες, δεν γίνεται τίποτα. Αυτό μου είχε γίνει βίωμα».
Θα μπορούσε να είχε γίνει ένας άριστος κονστρουκτιβιστής ζωγράφος. Γιατί είχε το χάρισμα. Τέτοιος ήταν ο έλεγχος της φόρμας και του χρώματος που είχε κατακτήσει. Εγινε ακροατής στη Σχολή Καλών Τεχνών και ο Γιάννης Μόραλης τον συμβούλεψε να σπουδάσει αρχιτέκτονας (1957-62). Μάθαινε πολύ περισσότερα δουλεύοντας σε γραφεία μεγάλων αρχιτεκτόνων και διαβάζοντας ξένα βιβλία με απληστία, παρά στις αίθουσες διδασκαλίας του Πολυτεχνείου.
Πολλά σημαντικά κτίρια της Αθήνας του 1960-70 είναι δικά του κι ας μη φέρουν την υπογραφή του. Μόλις το 1973 άνοιξε δικό του γραφείο, μαζί με τη γυναίκα του, την αρχιτέκτονα Ελένη Κομίλη - Μανέτα. Είχε ήδη κατασταλάξει σε έναν τρόπο δουλειάς, που δεν έπαψε αργότερα να εξελίσσει με ατέρμονες επεξεργασίες της δομής στα εκπληκτικά σκίτσα του. Θυμίζοντας τον Louis Kahn, να πώς ο ίδιος περιέγραφε αυτή τη δημιουργική διαδικασία: «Τι θα είναι αυτό που πάω να σχεδιάσω; Αν δεν μάθεις τι θες να είναι, απαγορεύεται να τραβήξεις μισή γραμμή. Για να βρεις έναν τρόπο, να δεις τι είναι αυτό που ζητάς, αυτό είναι πολύ δύσκολο. Γιατί δεν έχεις να δεις τίποτα γύρω γύρω. Πρέπει τουλάχιστον να δεις, μέσα σου να δεις». Αυτό το προς τα μέσα σκάψιμο είναι που ελευθερώνει τις μορφές: «Δηλαδή καταγράφεις πράγματα που σε έχουν συγκινήσει, που τα έχεις ξεχάσει».
Με ένα σχεδόν μαγικό τρόπο είχε φτάσει εκεί που η ελληνική αρχιτεκτονική, στις καλύτερες στιγμές της, θα έφτανε μερικές δεκαετίες αργότερα, μακριά από τοπικισμούς, ξενοφοβίες και παρελθοντολογίες. Με καθαρή ματιά, συνταιριάζοντας και προσαρμόζοντας ισότιμα ξένες και ελληνικές παραδόσεις χωρίς ίχνος μίμησης. Προτείνοντας, με τις κατοικίες που σχεδίαζε, έναν τρόπο ζωής εξίσου αρμονικό όπως οι πολύπλοκες αρχιτεκτονικές δομές, τις οποίες πρότεινε και κανείς δεν τολμούσε να αντιγράψει.
Αναλυτική ακρίβεια
Το μυστικό του ήταν η αναλυτική ακρίβεια της μουσικής σύνθεσης. Ελεγε: «Aν αυτό το κουτί είναι ενορχηστρωμένο με επιμέρους στοιχεία, τότε παύει να είναι ένα ξερό κουτί. Oι λεπτομέρειες οι αρχιτεκτονικές είναι η ενορχήστρωση του σκοπού της σύνθεσης. Εντάξει, σχεδιάζεις κάτι χοντρικά, αλλά μετά πώς αναλύεται; Σε επιμέρους κλίμακες, και πάλι, με την έννοια της μουσικής. Ας πούμε, ο Γκριγκ ήταν μεγάλος μουσικός όχι τόσο ως συνθέτης, αλλά ήταν ο άριστος ενορχηστρωτής. Ηταν κάτι το κορυφαίο. Δηλαδή η ενορχήστρωση μετράει, αλλά χωρίς να γίνεται φλύαρη». Σιχαινόταν τις ρητορείες, λεκτικές ή σχεδιαστικές. Οι θεοί του ήταν λιγοστοί και συγκεκριμένοι: ο Mies van der Rohe, ο Alvar Aalto, οι Ολλανδοί Gerrit Rietveld και Piet Modrian, ισότιμα με τον ανώνυμο λαϊκό τεχνίτη στα ελληνικά νησιά. Κυρίως ήξερε σοφά πού να σταματήσει: «Η αφαίρεση έχει ένα όριο. Από εκεί και πέρα, η κατοικία χάνει τον χαρακτήρα της. Αλλο το απλό κι άλλο το απλοϊκό. Αυτό είναι το όριο».
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ (ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ)
Πηγή: Η Καθημερινή