Καθώς πλησίαζα στην κορύφωση της οδού Καλλιδρομίου, έχοντας αφήσει πίσω μου τη γωνία με τη Θεμιστοκλέους, αναζητούσα με το βλέμμα τον «Αίολο». Θα μπορούσε να είναι ένα στοιχειωμένο καστρόσπιτο, μια αετοφωλιά, σαν ασκεπής πύργος, αν δεν ήταν ένα προσφιλές θραύσμα θαμπών αναμνήσεων για χιλιάδες Αθηναίους. Σκαρφαλωμένο στους πρόποδες του Λόφου του Στρέφη, το ερειπωμένο αυτό αρχοντόσπιτο, μεγάλο σαν ένα πέτρινο καράβι, ψηλό και αναμαλλιασμένο, διάστικτο με ξεφλουδισμένα στολίδια, προβάλλει πάνω από τη λίθινη πλαγιά του δρόμου, σαν ακρόπρωρο μιας πολιτείας.
Οποτε περνώ, το αναζητώ. Περισσότερο για να βεβαιωθώ ότι στέκει ακόμη. Λιγότερο για να φέρω στον νου τις μνήμες από τους αθηναϊκούς περιπάτους άλλων εποχών, όταν πηγαίναμε στον Λόφο για να δούμε «τα σπίτια της Καλλιδρομίου». Με όσους το έχω συζητήσει, όλοι εκφράζονται όχι μόνο με θέρμη, αλλά σαν να αναφέρονται σε κάτι δικό τους. Είναι ένα κοίτασμα, αυτή η εικόνα ενός ψηλού σπιτιού, μυστηριώδους και κλειστού, με τον άνεμο να ανοιγοκλείνει τα παντζούρια και τις σιδεριές του να σκουριάζουν με τον κύκλο των εποχών. Οσο πυκνότερο προβάλλει το μυστήριο, τόσο πιο έντονη μοιάζει να είναι η θέση του στην άυλη ιστορία της πόλης. Σκέφτομαι ποια θα ήταν η επίδρασή του αν είχε ανακαινιστεί πλήρως, ποια θα ήταν η ανάμνησή του αν είχε πέσει θύμα μπουλντόζας, όπως άλλα παραμυθόσπιτα της Αθήνας, η Βίλα Μαργαρίτα στους Αμπελοκήπους ή η Οικία Σαριπόλου στην Πατησίων...
Και είναι αυτή η «ιερότητα» του απρόσιτου, λόγω ύψους, της φθοράς, λόγω χρόνου, του κάλλους, λόγω αρμονίας, που γεννά αυτό το πλέγμα δέους, θαυμασμού και αναπόλησης. Ο «Αίολος» της Καλλιδρομίου είναι ό,τι πιο βισκοντικό έχει η Αθήνα. Θα μπορούσε εκεί να έχει ζήσει ένας «Γατόπαρδος» της αττικής γης, και από τα παράθυρά του θα μπορούσε να κατρακυλούν ώς κάτω στον δρόμο οι νότες που θα ακούγονταν από ένα πιάνο, ένα ζεστό απομεσήμερο... O Σούμαν να τυλίγει τον Λόφο του Στρέφη που θα αχνίζει από τη ζέστη και θα σκορπάει αισθησιακά τη μυρωδιά της Αττικής.
Αυτές οι ιστορίες της πόλης, που συντηρούνται στο φαντασιακό από εικόνες και μόνο, υπηρετούν την ανάγκη για το «ιερό», το άρρητο και το άδηλο, και ζουν παρασιτικά και παράλληλα με το γήινο, το χωμάτινο και το σαρκώδες της ζωής. Λίγες εικόνες της Αθήνας, όπως την ξέρουμε σήμερα, απηχούν τόσο ανάγλυφα αυτή τη συνύπαρξη. Πολλά ερείπια της πόλης δίνουν αυτήν την εντύπωση. Σπίτια των Εξαρχείων, όπως το σπίτι του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, που πολλές τέτοιες σκέψεις θα είχε κάνει και ο ίδιος, ή σιωπηλά πλέον σπίτια στις παρόδους της οδού Πειραιώς γύρω από την πλατεία Κουμουνδούρου, αποφλοιωμένα και συκοφαντημένα, με στολίδια μιας αστικής ζωής σαν ξεδοντιασμένο στέμμα, συντηρούν μία αύρα θαμπής αχλής σαν φωτοστέφανο.
Στην Καλλιδρομίου επιζεί αυτό το θραύσμα. Οσο θα υπάρχει, θα εκλύει μία δύναμη σαν να έρχεται από τα έγκατα της γης και θα αφηγείται ψιθυριστές ιστορίες που για τον καθένα θα γίνονται προσωπικές μνήμες. Είναι η πολιτική δύναμη της ομορφιάς των πόλεων, η αίσθηση ενός περιβάλλοντος που κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν ότι αυτό που βιώνουν έχει ίσως σημασία και για έναν άγνωστο περαστικό.
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
Πηγή: Η Καθημερινή