Τα πρώτα οριστικά κτηματολογικά γραφεία στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη θα ιδρυθούν μέχρι το τέλος του χρόνου, ενώ θα ακολουθήσουν όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας μέσα στο 2015. Με την ίδρυση οριστικών γραφείων ολοκληρώνεται η μετάβαση από το σύστημα των υποθηκοφυλακείων στο εθνικό κτηματολόγιο, πορεία που πρέπει βάσει Μνημονίου να κλείσει έως το 2020.
Σήμερα, στη χώρα λειτουργούν τέσσερα είδη υποθηκοφυλακείων:
Τα ειδικά άμισθα υποθηκοφυλακεία (239). Προΐσταται υποθηκοφύλακας που εισπράττει δικαιώματα για λογαριασμό του Δημοσίου και παρακρατά το δικό του κέρδος. Οι υπάλληλοι των άμισθων υποθηκοφυλακείων δεν είναι υπάλληλοι του υπουργείου Δικαιοσύνης, αλλά του υποθηκοφύλακα.
Τα μη ειδικά άμισθα υποθηκοφυλακεία (138). Δημιουργούνται μόνο σε πολύ μικρές ή απομακρυσμένες περιοχές, όπου ο συμβολαιογράφος είναι ταυτόχρονα και υποθηκοφύλακας.
Τα έμμισθα υποθηκοφυλακεία (15). Είναι υπηρεσίες του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Τα κτηματολογικά γραφεία Ρόδου και Κω - Λέρου (2). «Συνεχιστές» του ιταλικού κτηματολογίου της Δωδεκανήσου, υπάγονται απευθείας στο υπουργείο Δικαιοσύνης.
Σε όσες περιοχές η κτηματογράφηση έχει ολοκληρωθεί, τότε ιδρύεται ένα «μεταβατικό» κτηματολογικό γραφείο στον ίδιο χώρο με το υποθηκοφυλακείο. Ομως μέχρι σήμερα τα γραφεία αυτά δεν έχουν γίνει «οριστικά». Τι θα συνεπάγεται αυτό; Οτι η αρμοδιότητα για τη λειτουργία τους θα περάσει από το υπουργείο Δικαιοσύνης, στο υπουργείο Περιβάλλοντος.
Μέσα στο επόμενο διάστημα θα κατατεθεί τροπολογία στη Βουλή με την οποία θα ιδρύονται τα δύο πρώτα «οριστικά» κτηματολογικά γραφεία στη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά. Το πρώτο θα εξυπηρετεί τις περιοχές Πυλαίας, Ελευθερίου - Κορδελιού, Αμπελοκήπων, Μενεμένης και Ιωνίας και το δεύτερο τις περιοχές Κερατσινίου, Δραπετσώνας και Περάματος. Με την ίδρυσή τους θα αρχίσουν και οι πρώτες συγχωνεύσεις υποθηκοφυλακείων: για παράδειγμα, η αρμοδιότητα της Σαλαμίνας, που έχει κτηματογραφηθεί, θα μετακινηθεί στο γραφείο του Πειραιά. Τα νέα, οριστικά γραφεία θα «έλκουν» τα μεταβατικά κτηματολογικά γραφεία που βρίσκονται στην περιοχή, με σκοπό να ξεκινήσει η μείωση των υποθηκοφυλακείων πριν ολοκληρωθεί η κτηματογράφηση το 2020. «Η αντικατάσταση των υποθηκοφυλακείων από τα κτηματολογικά γραφεία θα είναι η μεγαλύτερη διοικητική μεταρρύθμιση των τελευταίων 100 ετών», λέει στην «Κ» ο υπουργός Περιβάλλοντος Γιάννης Μανιάτης. «Αφορά στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, στην οργάνωση του συστήματος μεταβιβάσεων ιδιοκτησίας στη χώρα μας και θα βοηθήσει στον σχεδιασμό του χώρου».
Για ποιο λόγο έχει αποφασιστεί η μετάβαση από 397 υποθηκοφυλακεία σε μόλις 16 κτηματολογικά γραφεία (ένα ανά Περιφέρεια και από δύο σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και στα νησιά του Αιγαίου); «Ο μεγάλος αριθμός των υποθηκοφυλακείων σχετίζεται με τις πολιτικές και ιστορικές εξελίξεις στη χώρα μας», λέει ο κ. Δημήτρης Ρόκος, διευθυντής προγραμματισμού και επενδυτικών προγραμμάτων στην Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση (ΕΚΧΑ Α.Ε.). «Οι λόγοι για τη μείωσή τους είναι πολλοί. Η μεγάλη διασπορά γραφείων δεν θα είναι απαραίτητη, καθώς το κτηματολόγιο είναι ψηφιακό. Επομένως όλες οι συναλλαγές θα μπορούν να εκτελούνται ηλεκτρονικά, είτε από τον ίδιο τον πολίτη, ή από κάποιον επαγγελματία. Επιπλέον, η μείωση του αριθμού των γραφείων θα οδηγήσει σε εξοικονόμηση πόρων».
Παράλληλα με την πορεία ίδρυσης κτηματολογικών γραφείων, η οποία εξαρτάται από την πορεία της κτηματογράφησης, το υπουργείο Δικαιοσύνης καταβάλλει προσπάθειες για τη μείωση των υποθηκοφυλακείων (για παράδειγμα, όταν μια θέση άμισθου υποθηκοφύλακα χηρεύει, τότε το γραφείο συγχωνεύεται). Μια αιτία είναι και η... ελεύθερη πτώση των εσόδων, λόγω της οικονομικής κρίσης. Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Δικαιοσύνης, η πτώση των «εγγραπτέων» στα αρχεία των υποθηκοφυλακείων πράξεων αγγίζει το 70-80% σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2014 οι συμβολαιογραφικές πράξεις σε όλη την Ελλάδα ήταν σχεδόν μηδενικές! Πάντως ένα ζήτημα που απομένει να λυθεί είναι τι θα απογίνουν τα αρχεία των υποθηκοφυλακείων μετά την κατάργησή τους. Η προσπάθεια ψηφιοποίησής τους, πάντως, έχει εγκαταλειφθεί λόγω υψηλού κόστους.
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΙΑΛΙΟΥ
Πηγή: Η Καθημερινή