Το 1997, η μεγαλύτερη εταιρεία ηλεκτρισμού της Ιαπωνίας, Tokyo Electric Power Company, αποφάσισε να επενδύσει στην Ελλάδα κατασκευάζοντας ένα αιολικό πάρκο 40 MW. Το έργο με την κατάθεση της πρώτης προσφυγής βρέθηκε από το 2001 στα πλοκάμια της Δικαιοσύνης. Τρία χρόνια μετά, ο τότε πρωθυπουργός Κ. Σημίτης επισκέφθηκε την Ιαπωνία για προσέλκυση επενδύσεων και ο Ιάπωνας πρωθυπουργός τού ανέφερε το θέμα και έλαβε τη διαβεβαίωση ότι θα επιλυθεί άμεσα.
Σήμερα, 18 χρόνια μετά, το έργο έχει αδειοδοτηθεί περιβαλλοντικά 3 φορές, η έκταση ανάπτυξής του χαρακτηρίστηκε αναδασωτέα και στη συνέχεια αποχαρακτηρίστηκε, έχει ταλαιπωρηθεί από τουλάχιστον 10 δικαστικές υποθέσεις, εκ των οποίων οι 3 δεν έχουν τελεσεδικήσει και το μέλλον παραμένει αβέβαιο. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια αυτών των 18 ετών έχουν ψηφιστεί 15 νόμοι περί αδειοδότησης σταθμών ΑΠΕ.
Το παράδειγμα που ανέφερε ο αντιπρόεδρος του ΣΕΒ και πρόεδρος της ΕΛΛΑΚΤΩΡ Αναστάσιος Καλλιτσάντσης στη διαβούλευση που διοργάνωσε ο ΣΕΒ πάνω στη μελέτη για την ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης στις 25 Σεπτεμβρίου είναι ενδεικτικό, και δυστυχώς όχι το μοναδικό, της ομηρίας των επιχειρήσεων από τα δικαστήρια. Εκατοντάδες επενδύσεις, εκατομμύρια εργατοώρες και χιλιάδες θέσεις εργασίας χάθηκαν εξαιτίας της πολυπλοκότητας και των τεράστιων καθυστερήσεων που χαρακτηρίζουν το πλαίσιο απονομής δικαιοσύνης. Ολα αυτά, ενώ συμβαίνει τα τελευταία 20 χρόνια να θεσπίζονται 4 ή 5 νόμοι ετησίως σε όλο το φάσμα της Δικαιοσύνης που τιτλοφορούνται «επιτάχυνση της Δικαιοσύνης». Στην έρευνα που έκανε και παρουσιάζει σήμερα η «Κ» με αφορμή τη μελέτη του ΣΕΒ που ανέδειξε για πρώτη φορά τεκμηριωμένα το μέγεθος του προβλήματος, είναι πλείστα τα παραδείγματα που έχουν να διηγηθούν μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι της χώρας για τις καταστροφικές επιπτώσεις από τις καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης.
Ο κ. Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, διευθύνων σύμβουλος του ομίλου ΤΙΤΑΝ και αντιπρόεδρος του ΣΕΒ, διηγείται ότι έφτασε το 2014 για να πάρει τέλος αντιδικία της εταιρείας, που ξεκίνησε το 1981, με ένα Ταμείο ασφάλισης προσωπικού, χωρίς μάλιστα να υπάρξει υπαιτιότητα για τις καθυστερήσεις από πλευράς της επιχείρησης (αναβολές κ.λπ.). «Ευτυχώς που η υπόθεση έκλεισε αισίως για την εταιρεία, γιατί αν υποθέσουμε ότι είχε αρνητική εξέλιξη θα έπρεπε να εκταμιεύσει το ποσό της εκδίκασης με τόκους μιας 30ετίας», αναφέρει. Επισημαίνει επίσης τις καθυστερήσεις στα πολιτικά δικαστήρια, όπου μια αντιδικία, χωρίς αναβολές, για να τελεσφορήσει απ’ όλα τα στάδια (πρωτοδικείο, εφετείο, Αρειος Πάγος) περνάει μια 10ετία. Αναφέρει, δε, με τρόμο μια τέτοια περίπτωση αντιδικίας από το 2004 –με μεγάλο οικονομικό αντικείμενο εναντίον της εταιρείας, η οποία δεν έχει καν δικαστεί από το πρωτοδικείο– για το ποιο θα είναι το κόστος της εταιρείας εάν καταδικαστεί, από τους τόκους μιας δεκαετίας τουλάχιστον.
Ο κ. Παπαλεξόπουλος προσθέτει στην όλη συζήτηση και την παράμετρο του χαμηλού κόστους προσφυγής στη Δικαιοσύνη, χωρίς επιπτώσεις για κάποιον που κινεί τον μηχανισμό αλόγιστα ή έχοντας άλλα κίνητρα, και παρατηρεί ότι ο συνδυασμός χαμηλού κόστους προσφυγής και καθυστερήσεων εκτρέφει και άλλες τάσεις (εκβιασμού, εκδίκησης κ.λπ.). Εκτίμησή του είναι πως ο θεσμός της διαμεσολάβησης δεν θα έχει άμεσα αποτελέσματα στη χώρα μας λόγω έλλειψης κουλτούρας συνεννόησης. Κρίνει ωστόσο ότι υπάρχουν μέτρα που μπορούν να αποδώσουν άμεσα. «Δεν είμαι νομικός και δεν συνηθίζω να εμπλέκομαι σε υποθέσεις που δεν γνωρίζω επαρκώς, αλλά θεωρώ ότι το ωράριο λειτουργίας των δικαστηρίων είναι ένα μέρος του προβλήματος, που μπορεί να επιλυθεί άμεσα», τονίζει ο κ. Παπαλεξόπουλος. «Οσο αποτελεσματικός και να είναι ένας δικαστής, όταν τα δικαστήρια για τρεις μήνες το καλοκαίρι κλείνουν και το ωράριο λειτουργίας καθημερινά περιορίζεται στην πράξη στις 5 ώρες, πόσες υποθέσεις μπορεί να δικάσει;» αναρωτιέται.
Ο εκσυγχρονισμός της υποδομής των δικαστηρίων αποτελεί έναν πρόσθετο παράγοντα καθυστερήσεων, σύμφωνα με τον ίδιο. «Είναι αδιανόητο τα πρακτικά στα δικαστήρια, το 2014, να τηρούνται χειρόγραφα», τονίζει και επισημαίνει ότι αυτό προκαλεί τεράστιες καθυστερήσεις στην καθαρογραφή μιας απόφασης. Αναφέρει παράδειγμα απόφασης που χρειάστηκε δύο χρόνια για να καθαρογραφεί και επισημαίνει πως ο μέσος όρος καθαρογραφής στη Γερμανία είναι 5-6 ημέρες και στην Ελλάδα 5-6 μήνες.
Τη δική του εμπειρία από τα δικαστήρια της χώρας μεταφέρει στην «Κ» από πλευράς των ΕΛΠΕ ο νομικός σύμβουλος της εταιρείας, κ. Ι. Αψούρης. Διηγείται στην «Κ» την περίπτωση επιβολής προστίμου από το τελωνείο για μια απλή τελωνειακή παράβαση. Ασκείται προσφυγή στις 20/5/2004, η οποία συζητείται στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά στις 13/6/2012. Εκδίδεται απόφαση που κάνει δεκτή την προσφυγή της εταιρείας. Το Δημόσιο ασκεί έφεση, η οποία συζητήθηκε στις 17/1/2014. Η απόφαση του εφετείου απορρίπτει την έφεση του Δημοσίου. Στο διάστημα που τα παραπάνω εκκρεμούσαν εκδόθηκε (νομίμως) νέα καταλογιστική πράξη από το τελωνείο για την ίδια παράβαση, για την οποία επίσης ασκήθηκε προσφυγή, με αποτέλεσμα να εκκρεμεί το ίδιο ζήτημα σε πρώτο και δεύτερο βαθμό ταυτόχρονα. Εννοείται ότι η δεύτερη δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί...
Της ΧΡΥΣΑΣ ΛΙΑΓΓΟΥ
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ