Παρότι οι περισσότερες νέες επιχειρήσεις που δημιουργούνται στην Ελλάδα κάθε χρόνο επιμένουν να εστιάζουν σε μη παραγωγικούς τομείς - σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Endeavor - αυξάνεται 40% ετησίως ο αριθμός των εταιρειών που αξιοποιούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Ετσι μία στις 100, δηλαδή περίπου 40 εταιρείες κάθε χρόνο, είναι αυτές που μπορούν πράγματι να αναμορφώσουν τους κλάδους στους οποίους ανήκουν και να απορροφήσουν μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού τα επόμενα χρόνια.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι κάθε χρόνο δημιουργούνται περισσότερες από 40.000 νέες επιχειρήσεις, καταλαβαίνει ότι η Ελλάδα έχει επιδείξει ισχυρή τάση προς την επιχειρηματικότητα.
Με 75 επιχειρήσεις ανά χίλιους κατοίκους και περισσότερες από 55.000 νέες εταιρείες κάθε χρόνο, η Ελλάδα προ κρίσης παρουσίαζε διπλάσια μεγέθη σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η μεγάλη πλειονότητα αυτών των εταιρειών (97%) χαρακτηριζόταν ως πολύ μικρές (έως 9 εργαζόμενοι), ενώ συχνά εστίαζε σε μη παραγωγικούς τομείς χωρίς εξωστρέφεια και με χαμηλή χρήση εργαλείων τεχνολογίας. Παράλληλα, η επιχειρηματική δραστηριότητα συναντούσε ισχυρά γραφειοκρατικά εμπόδια και συχνά συνδεόταν με τη διαφθορά. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η επιχειρηματικότητα δεν αποτελούσε την πρώτη επαγγελματική επιλογή για τα καλύτερα μυαλά της χώρας, που προτιμούσαν παραδοσιακότερες επιλογές καριέρας.
Σήμερα, παρότι το 90% των εταιρειών που ιδρύθηκαν στην Ελλάδα το διάστημα της κρίσης εξακολουθεί να αναπαράγει το εσωστρεφές και μη παραγωγικό επιχειρηματικό μοντέλο του παρελθόντος, είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός - σύμφωνα πάντα με την έρευνα - ότι ο αριθμός των εταιρειών που εστιάζουν σε τομείς με σοβαρή δυναμική ανάπτυξης (π.χ. τουρισμός, τρόφιμα, τεχνολογία), παρότι αποτελεί ακόμη μειονότητα, αυξήθηκε 40% τα τελευταία χρόνια.
Από αυτές τις εταιρείες, περίπου 1% θα μπορέσει πράγματι να μεταμορφώσει τους τομείς στους οποίους δραστηριοποιούνται, να μεγεθυνθεί σημαντικά και να εξασφαλίσει απασχόληση σε εκατοντάδες εργαζομένους η καθεμιά.
Αυτού του τύπου οι εταιρείες αξιοποιούν δομικά πλεονεκτήματα της χώρας (π.χ. στον τουρισμό και τα τρόφιμα), ευκαιρίες που έχουν προκύψει λόγω κρίσης (π.χ. στην ενέργεια ή στον χρηματοπιστωτικό τομέα), αλλά και διεθνείς ευκαιρίες στην ευρύτερη περιοχή ή σε παγκόσμιο επίπεδο (π.χ. στους τομείς της τεχνολογίας, της βιοτεχνολογίας, της νανοτεχνολογίας).
Παρόμοια είναι η εικόνα που δίνει και η τελετευταία μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα καθώς πάνω από 450.000 άτομα, δηλαδή 6,5% του ενεργού πληθυσμού (ηλικίες 18-64 ετών), βρίσκονταν σε φάση εκκίνησης επιχειρηματικής δραστηριότητας το 2012, όπως καταγράφει η ετήσια έρευνα «Η Επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα 2012-13».
Το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο από το 8% που είχε καταγραφεί το 2011 για την επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων. Ομως από τα ευρήματα της μελέτης του ΙΟΒΕ προκύπτει ότι η κρίση έχει θέσει σε κίνηση κάποιες διαδικασίες αναδιάρθρωσης, ακόμα και στο επίπεδο της μικρής επιχειρηματικότητας που χαρακτηρίζει το ελληνικό επιχειρείν.
Η ποιοτική βελτίωση των επιχειρηματικών εγχειρημάτων αποτυπώνεται στην άνοδο του ποσοστού των νέων επιχειρήσεων που προσφέρουν υπηρεσίες προς επιχειρήσεις και, αντίστροφα, στη μείωση του ποσοστού εκείνων που απευθύνονται στον τελικό καταναλωτή. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι πάνω από το ένα τρίτο (36,32%) των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων προέρχεται από την ηλικιακή κλίμακα 25-34 ετών, που αντιστοιχεί σε 160.000 νέους.
Επιπλέον τα ευρήματα αναφορικά με τα κίνητρα επιχειρηματικής δραστηριοποίησης αναδεικνύουν πως μετά την έναρξη της κρίσης στην Ελλάδα η επιχειρηματικότητα ανάγκης σημείωσε σημαντική αύξηση καθώς τρεις στους 10 επιχειρηματίες δηλώνουν πως στράφηκαν στον επιχειρηματικό στίβο από ανάγκη.
Με άλλα λόγια, η συνεχιζόμενη ύφεση οδηγεί περισσότερους Ελληνες στον επιχειρηματικό στίβο από ανάγκη, παρά για λόγους εκμετάλλευσης πραγματικών επιχειρηματικών ευκαιριών. Ωστόσο σχετικά με τις προοπτικές δημιουργίας απασχόλησης, από το σύνολο του δείγματος κατά την έρευνα πληθυσμού το 2012, το υψηλότερο ποσοστό των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών δήλωνε ότι δεν προσδοκά να δημιουργήσει πάνω από τέσσερις νέες θέσεις απασχόλησης σε βάθος πενταετίας, ενώ μόλις το 0,67% προσδοκούσε να δημιουργήσει 5-19 νέες θέσεις.
Αυτό σημαίνει ότι η νέα επιχειρηματικότητα στη χώρα μας εξακολουθεί να αναπαράγει τη βασική δομή της ελληνικής οικονομίας: μιας οικονομίας που βασίζεται στην ύπαρξη και λειτουργία πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Αναλύοντας τον βαθμό εξωστρέφειας των νέων επιχειρήσεων προκύπτει πως το 2012 το 20,6% των νέων επιχειρηματιών δήλωνε ότι πάνω από το 25% των πελατών τους θα προέρχεται από το εξωτερικό. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2011 ήταν μόνο 16,1%. Από την άλλη, 51,3% των νέων επιχειρηματιών δήλωνε ότι θα απευθυνθεί αποκλειστικά στην εγχώρια αγορά, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2011 ήταν 44,8%. Φαίνεται λοιπόν ότι η κρίση έχει ενεργοποιήσει δύο αντιφατικές τάσεις, οι οποίες ενδεχομένως αντανακλούν αφενός τον συντηρητικό προσανατολισμό των εγχειρημάτων που ξεκινούν κυρίως για λόγους ανάγκης, αφετέρου τον περισσότερο αισιόδοξο προσανατολισμό των εγχειρημάτων που έχουν κίνητρο την εκμετάλλευση των ευκαιριών που έχει αναδείξει η κρίση.
Δήμητρα Σκούφου
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ