Καταπέλτης για το νομοσχέδιο για τους αιγιαλούς είναι το πόρισμα του Συμβουλίου Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
Οπως επισημαίνει, το νομοσχέδιο στερείται επαρκούς επιστημονικής τεκμηρίωσης, είναι αντιπεριβαλλοντικό και χαρακτηρίζεται από προχειρότητα, ενώ δεν εξυπηρετεί τις προτεραιότητες της χώρας.
Το Συμβούλιο Περιβάλλοντος (Σ.Π.) του ΑΠΘ, επειδή πιστεύει ότι η διαχείριση και προστασία του αιγιαλού έχουν εξαιρετική σημασία για τη χώρα μας, και αφού έλαβε πολλά αιτήματα από μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, προχώρησε σε συγκρότηση επιτροπής για να εξετάσει το σχεδίο νόμου για την «Οριοθέτηση, διαχείριση και προστασία αιγιαλού και παραλίας». Την επιτροπή αποτέλεσαν οι καθηγητές Αθηνά Γιαννακού (Τμήμα Χωροταξίας και Ανάπτυξης), Αννα Γκιζάρη (Νομική Σχολή), Κώστας Κατσιφαράκης (Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών), Γιάννης Κρεστενίτης (Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών), Κώστας Παπαζάχος (Τμήμα Γεωλογίας) και Χαρίτων Χιντήρογλου (Τμήμα Βιολογίας).
Ανάπτυξη
Αφού μελέτησε το σχέδιο νόμου, η επιτροπή υπογράμμισε πως είναι αναμφισβήτητο ότι προτεραιότητες της χώρας πρέπει να είναι η αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας, ο εξορθολογισμός και απλοποίηση του νομικού πλαισίου για την προστασία και ολοκληρωμένη διαχείριση της παράκτιας ζώνης και η βέλτιστη εφαρμογή της κείμενης σχετικής νομοθεσίας για την προστασία και αειφορική χρήση της βιοποικιλότητας. Ωστόσο, σημειώνει, το παρόν σχέδιο νόμου, το οποίο, σύμφωνα με το εισαγωγικό σημείωμα του υπουργού έχει ως μόνο στόχο την «απελευθέρωση των τεράστιων δυνατοτήτων οικονομικής ανάπτυξης» της παράκτιας ζώνης, δεν εξυπηρετεί τις προτεραιότητες αυτές, για τους ακόλουθους λόγους:
1. Στερείται επαρκούς επιστημονικής τεκμηρίωσης, αφού αγνοεί τις σύγχρονες επιστημονικές απόψεις και τεχνολογίες σε σχέση με την παράκτια γεωμορφολογία, οικολογία και βιολογία, ενώ εισάγει καινοφανείς επιστημονικά έννοιες, όπως η «τεκμαρτή παραλία», οι μη προστατευόμενες λίμνες και ποταμοί, η παρόχθια ζώνη προκαθορισμένου πλάτους, χωρίς καμία αξιοποίηση των διεθνώς καθιερωμένων επιστημονικών τεχνικών και γνώσεων.
2. Είναι όχι μόνο αντιπεριβαλλοντικό αλλά και αντιαναπτυξιακό, καθώς ακολουθεί την αποτυχημένη συνταγή του χρονικά προσωρινού και εντελώς αμφίβολου οικονομικού οφέλους, υιοθετώντας πρακτικές τουριστικής ανάπτυξης, που όχι μόνο έχουν αποδειχθεί παρωχημένες, αλλά ήταν και ανάμεσα στις αιτίες της σημερινής οικονομικής κρίσης, αφού βασίστηκαν στην ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και την υπερπροσφορά ακινήτων. Συγχρόνως αγνοεί τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης, οι οποίες εξασφαλίζουν τη μακρόχρονη οικονομική ευημερία (π.χ. οίκο-τουριστική ανάπτυξη).
3. Περιορίζει την ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών στον αιγιαλό, καταργεί στην ουσία την συνταγματικά κατοχυρωμένη κοινή χρήση του αιγιαλού και, έχοντας ως μοναδικό γνώμονα την εισπρακτική πολιτική, επιβραβεύει συλλήβδην και στο διηνεκές την παρανομία (π.χ. με την τακτοποίηση αυθαιρέτων). Παράλληλα δημιουργεί προϋποθέσεις για κρατική διαφθορά, αφού π.χ. τα πρόστιμα καθορίζονται με υποκειμενικά κριτήρια σε ό,τι αφορά την περιβαλλοντική επίπτωση των παρανομιών ή άλλων τεχνικών επεμβάσεων.
4Χάνει την ευκαιρία να τακτοποιήσει οριστικά το χωροταξικό, νομικό και περιβαλλοντικό πρόβλημα που αφορά τον αιγιαλό, διαιωνίζοντας τα χρόνια περιβαλλοντικά, χωροταξικά και ιδιοκτησιακά προβλήματα των παράκτιων και παρόχθιων περιοχών.
Ειδικότερα, αναφέρει στο πόρισμά της η επιτροπή των καθηγητών του Συμβουλίου Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, το νομοσχέδιο παρουσιάζει μία σειρά από συγκεκριμένες τεχνικές, επιστημονικές και νομικές αδυναμίες. Ενδεικτικά μόνο, επισημαίνει τα εξής σημεία:
1. Η επεξεργασία του προτεινόμενου νομοθετικού πλαισίου διακρίνεται από προχειρότητα. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτυγχάνει τον εκσυγχρονισμό της υπάρχουσας σχετικής πολυνομίας.
2. Μπορεί το σχέδιο νόμου να εμφανίζεται ως καταλύτης για την εναρμόνιση πλήθους νόμων και υπουργικών αποφάσεων σε ζητήματα αιγιαλίτιδας ζώνης, ωστόσο προσκρούει στο άρθρο 24 του Συντάγματος και στα άρθρα 966 και 967 του Αστικού Κώδικα περί κοινοχρήστων και πραγμάτων εκτός συναλλαγής. Προσκρούσει επίσης στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της απόλαυσης των δημοσίων αγαθών όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 5 παρ.1 και 25 παρ.1 εδ. α του Συντάγματος, καθώς επίσης στη θεμελιώδη αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και της αρχής της αναλογικότητας. Προσκρούει επίσης και στην ίδια την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (άρ.1 παρ.2 Σ). Είναι αντίθετο επίσης με το Νόμο 3937/11 περί προστασίας της Βιοποικιλότητας και τις οδηγίες της Ε.Ε. (π.χ. οδηγία 2000/60ΕΕ), καθώς και με θεμελιωμένες επιστημονικές γνώσεις της Φυσικής, Βιολογικής και Γεωλογικής Ωκεανογραφίας.
3. Στο ίδιο πνεύμα και η νομολογία του ΣτΕ, είναι πάγια αντίθετη στην παραχώρηση ή την αλλοίωση, μέσω έργων, του αιγιαλού, εκτός αν εξυπηρετείται υπέρτατο δημόσιο συμφέρον και μόνο κατόπιν σχετικής μελέτης. Ωστόσο, κατά την ίδια νομολογία ούτε το ιδιωτικό επιχειρηματικό συμφέρον ούτε γενικά ταμειακοί λόγοι θεωρούνται από το ΣτΕ ότι συνιστούν υπέρτατο δημόσιο συμφέρον.
4. Συμπληρωματικά, δεν υιοθετούνται διαπιστώσεις - προτάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη οι οποίες έχουν διατυπωθεί με σχετική έκθεση για τη Διαχείριση της παράκτιας ζώνης.
5. Σχεδόν σε όλο το κείμενο του σχεδίου νόμου αποφεύγεται επιμελώς κάθε νύξη σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις (με ορισμένες εξαιρέσεις π.χ. άρθρο 13, παράγρ. 5, άρθρο 14 παράγρ. 1), και με τις συμβατικές υποχρεώσεις των αναδόχων των έργων ή της αξιοποίησης του αιγιαλού για αποκατάσταση του τοπίου, μετά το πέρας της χρονικής διάρκειας αξιοποίησης μέρους του αιγιαλού.
6. Σε αρκετές περιπτώσεις άρθρων διαπιστώνονται φωτογραφικές διατάξεις που στοχεύουν στη νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας - αυθαιρέτων (π.χ. άρθρο 5, παράγρ. 8).
7. Δεν προβλέπονται μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε θαλάσσιες περιοχές όπου σχεδιάζεται η ανάπτυξη θαλάσσιων πάρκων με πλωτές εξέδρες ή πλωτών προσβάσεων από των αιγιαλό.
8. Η διαδικασία καθορισμού της γραμμής του αιγιαλού επιδέχεται πολλές αμφισβητήσεις και στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης. Σε κάθε περίπτωση στις επιτροπές καθορισμού οριογραμμών (άρθρο 4 παράγρ. 1), θα πρέπει να προβλέπεται εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό που να καλύπτει τα αναγκαία επιστημονικά πεδία, ώστε να καθορίζονται με ακρίβεια οι επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα της αιγιαλίτιδας ζώνης, και όχι μόνο.
9. Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου αναφέρονται συμβατικές υποχρεώσεις για την εκπόνηση μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δεν προσδιορίζεται το είδος και οι απαιτήσεις των μελετών αυτών.
10. Επιτρέπει έργα στον αιγιαλό, ακόμη και την προσάμμωση του αιγιαλού (αρθρ. 13.2) και την επιχωμάτωση του θαλάσσιου χώρου (αρθρ. 13.5), υπολογίζοντας την έκταση της επιχωμάτωσης με βάση τον αριθμό των κρεβατιών της τουριστικής μονάδας και με κριτήριο τις ανάγκες των τουριστικών μονάδων.
11. Αναγορεύεται ο υπουργός Οικονομικών ως ο μοναδικός ρυθμιστής όλων των διαδικασιών ακόμη και των τεχνικών, περιβαλλοντικών, διαχειριστικών (αρθρ. 23).
Πλήρης απόσυρση
Για όλους τους παραπάνω λόγους το Συμβούλιο Περιβάλλοντος του ΑΠΘ θεωρεί επιβεβλημένη την πλήρη απόσυρση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, καθώς παραβιάζονται θεμελιώδεις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος και των δημοσίων αγαθών. Για τη διαμόρφωση ενός βιώσιμου προτύπου ανάπτυξης, που θα προστατεύει τους μοναδικούς φυσικούς πόρους και το τοπίο της παράκτιας ζώνης, αξιοποιώντας τους παράλληλα σε μια μακροχρόνια αναπτυξιακή προοπτική, η χώρα έχει ανάγκη από ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης της ζώνης αυτής, το οποίο θα εξασφαλίζει τον συντονισμό όλων των συναρμόδιων φορέων που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη, τη χωροταξία και το περιβάλλον, καθώς και τη συμμετοχή των επιστημονικών φορέων και των τοπικών κοινωνιών, με σκοπό την επίτευξη της απαιτούμενης συναίνεσης σε όλα τα επίπεδα.
ΤΟΥ ΣΑΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ
sakisapostolakis0@gmail.com
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=436322
Πηγή: Ελευθεροτυπία